- αχορτασιά
- η (Α ἀχορτασία)βλ. αχορταγιά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αχορτασιά — αχορτασιά, η και αχορταγιά, η και ανεχορταγιά, η το να είναι κανείς αχόρταγος (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀχορτασίαν — ἀχορτασίᾱν , ἀχορτασία unfed fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αχορταγιά — και γία και σιά, η (Α ἀχορτασία) [χορτασία] λαιμαργία νεοελλ. απληστία, πλεονεξία … Dictionary of Greek
λίμασμα — το [λιμάζω] ακόρεστη πείνα, βουλιμία, αχορτασία … Dictionary of Greek
απληστία — η αχορτασιά, πλεονεξία: Η απληστία του ανθρώπου αυτού δεν έχει όρια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)